αλλοιώσιμος

αλλοιώσιμος
ος , ον
1) изменчивый; 2) портящийся (о продуктах, лекарствах)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλλοιώσιμος" в других словарях:

  • αλλοιώσιμος — η, ο [αλλοίωση] αυτός που μπορεί να υποστεί αλλοίωση …   Dictionary of Greek

  • αλλοιώσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να αλλοιωθεί: Επισήμαιναν τους αλλοιώσιμους αριθμούς κι ύστερα τους αλλοίωναν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • αλλοιωτός — ή, ό (Α ἀλλοιωτός, ή, όν) [ἀλλοιῶ] ο αλλοιώσιμος* …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»